- δωρεά
- Η χωρίς αντάλλαγμα παροχή περιουσιακού στοιχείου. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι θετική· έτσι, η παράλειψη κτήσης ενός πράγματος, η παραίτηση από μελλοντικό δικαίωμα καθώς και η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως δ. Για τη σύσταση της δ. απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά η δ. κινητών είναι έγκυρη και με την απλή παράδοση. Ο δωρητής μπορεί να αρνηθεί τη δ., αν αυτή εκθέτει σε κίνδυνο τη συντήρησή του ή τη συντήρηση των προσώπων που υποχρεώνεται να διατρέφει. Στις άλλες περιπτώσεις ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Δ. μπορεί να συσταθεί και με υποχρεώσεις για τον δωρεοδόχο («υπό τρόπον»), ενώ μπορεί να συνίσταται και σε περιοδικές παροχές.
Η δ. είναι ανακλητή σε περίπτωση αχαριστίας, υπαίτιας παράλειψης της εκτέλεσης τρόπου, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις. Από το δικαίωμα ανάκλησης εξαιρούνται οι δ. που έγιναν για να εκτελεστεί ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Η δ. ανακαλείται με δήλωση προς τον δωρεοδόχο. Η συγνώμη προς τον δωρεοδόχο ή η πάροδος έτους από τη στιγμή που ο δωρητής έλαβε γνώση του λόγου για τον οποίο μπορεί να γίνει ανάκληση αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος.
Τα σχετικά με τη δ. ισχύουν και σε δ. αιτία θανάτου, δηλαδή στη δ. που συμφωνήθηκε με τον όρο προαποβίωσης του δωρητή (ή σύγχρονου θανάτου του δωρητή και του δωρεοδόχου), χωρίς ο δωρεοδόχος να έχει όσο ζει την απόλαυση των αντικειμένων της δ. Η δ. αιτία θανάτου ανακαλείται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, χωρίς περιορισμό, εκτός αν είχε συμφωνηθεί αμετάκλητη. Στην τελευταία περίπτωση ανακαλείται μόνο για λόγους που ισχύουν για ανάκληση δ. μεταξύ συζύγων σε περίπτωση διαζυγίου, ενώ απαγορεύεται (με εξαιρέσεις) και η δ. μέρους περιουσίας ανηλίκου από την πλευρά του επιτρόπου. Τέλος, η δ. μπορεί να ανατραπεί, όταν αποτελεί λόγο μη καταλήψεως τη νόμιμης μοίρας κατά το κληρονομικό δίκαιο.
* * *η (AM δωρεάΑ και δωρεή και δωρειά)1. ό,τι παρέχεται χωρίς πληρωμή, αμοιβή ή ανταπόδοση2. το να δωρίζει κάποιος κάτι3. χάρη από τον θεό4. φρ. «δωρεά τού Αγίου Πνεύματος» — επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος και μυστηριακή παροχή τής χάρης τού θεού4. συμφωνία, συμβόλαιο με το οποίο μεταβιβάζεται σε κάποιον περιουσιακό στοιχείο5. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) δωρεάνα) ως δώρο, χάρισμα(«αποστέλλεται, χορηγείται, παρέχεται κ.λπ. δωρεάν»)β) χωρίς λόγο, άσκοπα(«παιδευόμαστε δωρεάν τόσες μέρες»«ἐμίσησάν με δωρεάν»)μσν.- νεοελλ.«ἁγία δωρεά» — η θεία ευχαριστίααρχ.1. προνόμια ή ατέλειες2. περιοχή, κτήμα που χαρίζει ο βασιλιάς σε ανώτερους αξιωματούχους3. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η δωρεά.
Dictionary of Greek. 2013.